- κραταιόφρων
- κραταιόφρων, -ον (AM)βλοσυρός, αγριωπός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κραταιός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ευθύ-φρων, υψηλό-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κραταιόφρων — stern masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιόφρονος — κραταιόφρων stern gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek